- σοδομία
- σοδομία, η και σοδομισμός, οπαρά φύσιν συνουσία, ομοφυλοφυλία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σοδομία — η, Ν 1. κάθε ομοφυλοφιλική πρακτική μεταξύ ανδρών ιδίως η παιδεραστία 2. η πρωκτική συνουσία 3. η κτηνοβασία 4. κάθε άλλη σεξουαλική απόκλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σόδομα] … Dictionary of Greek
σοδομικός — ή, ό, Ν σχετικός με τη σοδομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοδομία. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Καιροί] … Dictionary of Greek
σοδομισμός — ο, Ν σοδομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοδομία + ισμός*] … Dictionary of Greek
αρρενοβασία — ἀρρενοβασία, η (Μ) η σοδομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, ενος + βασία < βάτης < βαίνω] … Dictionary of Greek
αρσενοκοιτώ — ἀρσενοκοιτῶ ( έω) (AM) [αρσενοκοίτης] διαπράττω σοδομία … Dictionary of Greek
σοδομίτης — ο, Ν σοδομιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοδομία + κατάλ. ίτης] … Dictionary of Greek
σοδομιστής — ο, Ν ομοφυλόφιλος, ιδίως ο παιδεραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοδομία + ιστής*] … Dictionary of Greek
σοδομιτικός — ή, ό, Ν [σοδομίτης] σχετικός με τη σοδομία, σοδομικός … Dictionary of Greek
sodom — SODÓM s.n. (pop.) Mulţime, sumedenie (de oameni, de animale); cantitate mare (din ceva). ♦ Prăpăd, nenorocire, pustiire; p. ext. potop. – Din sl. Sodomŭ. Trimis de IoanSoleriu, 26.07.2004. Sursa: DEX 98 SODÓM s. v. arătare, calamitate,… … Dicționar Român